- ξηροκαμπία
- ηβλ. ξεροκαμπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροκαμπία — και ξηροκαμπία, η [ξερόκαμπος] άνυδρη και άφορη πεδινή έκταση, ξερός κάμπος 2. φρ. ειρων. «δήμαρχος πάσης ξεροκαμπίας (ή ξηροκαμπίας)» τίτλος ή αξίωμα χωρίς καμία σημασία … Dictionary of Greek